ἀναίμακτον

ἀναίμακτον
ἀναίμακτος
bloodless
masc/fem acc sg
ἀναίμακτος
bloodless
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προεικονίζω — Μ 1. σχηματίζω εκ τών προτέρων την εικόνα προσώπου ή πράγματος, παριστάνω συμβολικά εκ τών προτέρων, απεικονίζω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («τὴν ἀναίμακτον θυσίαν... αὐτὸς ἀνέκαθεν προεικόνιζε», Γλυκ.) 2. προδιαγράφω, προαναγγέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”